Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψίπεδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υψίπεδο το [ipsípeδo] Ο40 : εκτεταμένη πεδιάδα σε μεγάλο υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η οποία συνήθ. περιβάλλεται από ψηλά βουνά. ANT βαθύπεδο: Tο ~ του Θιβέτ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑψίπεδος `που βρίσκεται σε ψηλό μέρος΄ σημδ. γαλλ. haut plateau ή γερμ. Hochebene]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες