Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υφαρπάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφαρπάζω [ifarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και υφάρπασα, απαρέμφ. και υφαρπάσει, μππ. και υφαρπασμένος : (λόγ.) με τρόπο δόλιο και επιτήδειο ή εκβιαστικό καταφέρνω να αποσπάσω από κπ. κτ.: Mε ψεύτικα διλήμματα κατάφεραν να υφαρπάσουν την ψήφο του κόσμου. ~ την υπογραφή / τη μαρτυρία κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ὑφαρπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες