Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαρπάζω [ifarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και υφάρπασα, απαρέμφ. και υφαρπάσει, μππ. και υφαρπασμένος : (λόγ.) με τρόπο δόλιο και επιτήδειο ή εκβιαστικό καταφέρνω να αποσπάσω από κπ. κτ.: Mε ψεύτικα διλήμματα κατάφεραν να υφαρπάσουν την ψήφο του κόσμου. ~ την υπογραφή / τη μαρτυρία κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ὑφαρπάζω]