Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργός ο [ifandurγós] Ο17 : τεχνίτης υφαντουργίας. || επιχειρηματίας στον οποίο ανήκει υφαντουργία.
[λόγ. < μσν. υφαντουργός < υφαντ(ό) -ουργός]