Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφήλιος η [ifílios] Ο36 : ολόκληρη η γη· ο κόσμοςI3: Προβλήματα που απασχολούν όλους τους λαούς της υφηλίου. Tέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε σ΄ ολόκληρη την υφήλιο, για κτ. πολύ ασυνήθιστο και συνήθ. δυσάρεστο. Mις* Yφήλιος.
[λόγ. < ελνστ. ὑφήλιος `που είναι κάτω απ΄ τον ήλιο΄ (ενν. γῆ)]