Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφέρπω [iférpo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. επικίνδυνο ή για κτ. που πρόκειται να έχει δυσάρεστες, αρνητικές επιπτώσεις και το οποίο προχωρεί και εξαπλώνεται αργά και ύπουλα: Yφέρπει μια φασιστική νοοτροπία.
[λόγ. < αρχ. ὑφέρπω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφέρπων -ουσα -ον [iférpon] Ε12 : (λόγ.) που υφέρπει: Yφέρπουσα κρίση.
[λόγ. μεε. του ρ. υφέρπω]