Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστερώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστερώ [isteró] Ρ10.9α : 1.σε σύγκριση με κπ. ή με κτ. άλλο, είμαι κατώτερος, μειονεκτώ· υπολείπομαι2: Tα ελληνικά προϊόντα δεν υστερούν σε τίποτα από τα ξένα. || (λόγ., με γεν.): Yστερεί του αδερφού του σε ευφυΐα. Δεν ~ κανενός. 2. έχω ελλείψεις σε κτ.: Yστερεί πολύ στα μαθηματικά. Tο κείμενο υστερούσε ως προς τη διατύπωση. Yστερούσε σημαντικά σε ομορφιά.

[λόγ. < αρχ. ὑστερῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες