Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υστερότοκος -η -ο [isterótokos] Ε5 : για το παιδί που γεννήθηκε τελευταίο στη σειρά σε σχέση με τα άλλα αδέλφια του. || (ως ουσ.) ο υστερότοκος, το στερνοπαίδι.
[λόγ. < μσν. υστερότοκος < υστερο- + αρχ. τόκ(ος) `γέννα΄ -ος κατά το πρωτότοκος]