Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υστερόβουλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστερόβουλος -η -ο [isteróvulos] Ε5 : ANT ανυστερόβουλος. 1. που ενεργεί με υστεροβουλία: ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο υστερόβουλος. 2. που γίνεται με υστεροβουλία: Yστερόβουλη σκέψη. ~ ζήλος. υστερόβουλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. υστεροβουλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες