Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υστεροφημία η [isterofimía] Ο25 : η καλή φήμη που συνοδεύει κπ. μετά το θάνατό του: Φροντίζει για την ~ του. Tο σημαντικό επιστημονικό του έργο τού εξασφάλισε την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὑστεροφημία]