Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υστερικός -ή / -ιά -ό [isterikós] Ε1, Ε2 : 1α.που πάσχει από υστερία, συνήθ. ως ουσ. ο υστερικός, θηλ. υστερική και υστερικιά. β. που συμπεριφέ ρεται σαν να πάσχει από υστερία: Yστερική γυναίκα. Είναι υστερική με την καθαριότητα. 2α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην υστερία: Yστερι κή προδιάθεση. Yστερική κρίση. β. που ταιριάζει σ΄ αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να πάσχει από υστερία: Yστερικά γέλια. Yστερικές κραυγές.
υστερικά ΕΠIΡΡ: Γελώ / κλαίω / φωνάζω ~. [λόγ. < αρχ. ὑστερικός]