Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υστέρημα το [istérima] Ο49 : αυτό που λείπει για να συμπληρωθεί το κανονικό ή αναγκαίο. ANT περίσσευμα· συνήθ. στην έκφραση (από) το ~ κάποιου, για προσφορά από τα ελάχιστα που έχει κάποιος, από αυτά που μόλις επαρκούν για να συντηρηθεί ο ίδιος: Δίνω / βοηθάω από το υστέρημά μου. Ο λαός πρόσφερε το υστέρημά του για την ανοικοδόμηση της πατρίδας.
[λόγ. < ελνστ. ὑστέρημα]