Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόψιν [ipópsin] επίρρ. : 1.(λόγ.) υπόψη. 2. (προφ.) ~ ότι, έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκφέρει μια επιπλέον, αλλά ουσιαστική κατά τη γνώμη του, προϋπόθεση, πληροφορία: ~ ότι θα χρειαστεί ηλεκτρονικός υπολογιστής, να έχετε υπόψη σας ότι
~ ότι το τρένο φεύγει στις δέκα, μην ξεχνάτε ότι
[λόγ. φρ. υπ΄ αρχ. ὄψιν, αιτ. της λ. ὄψις μτφρδ. γερμ.(;) in Anbetracht, ausser Betracht]