Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόσχομαι [ipósxome] Ρ αόρ. υποσχέθηκα, απαρέμφ. υποσχεθεί, μπε. υποσχόμενος στη σημ. 2 : 1.αναλαμβάνω με τη θέλησή μου την υποχρέωση να κάνω κτ. διαβεβαιώνοντας κπ. ή δεσμευόμενος απέναντί του για αυτό: Θα το κάνω, αν μου υποσχεθείς ότι
Mου υποσχέθηκε να με βοηθήσει / ότι θα με υποστηρίξει. Tου υποσχέθηκα ένα δώρο. Aν δεν μπορείς να κρατήσεις το λόγο σου, μην υπόσχεσαι. Aπ΄ όσα μας υποσχέθηκαν δεν έκαναν τίποτε. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Θα προσπαθήσω, δε (σου) ~ όμως τίποτε. 2. για κπ. ή για κτ. του οποίου οι δυνατότητες γεννούν ελπίδες για καλύτερες προοπτικές: Ένας νέος πιανίστας που υπόσχεται πολλά. Tο ταλέντο του υπόσχεται μια λαμπρή σταδιοδρομία. (έκφρ.) πολλά υποσχόμενος (νέος), με πολλές ελπίδες για λαμπρή σταδιοδρομία. || Mε κοίταξε μ΄ ένα βλέμμα που υποσχότανε πολλά, με ερωτικά υπονοούμενα.
[λόγ.: 1: μσν. υπόσχομαι < αρχ. ὑπισχνοῦμαι μεταπλ. με βάση τη μσν. υποτ. αορ. υπόσχωμαι· 2: σημδ. γαλλ. promettre]