Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόσχεση η [ipósxesi] Ο33 : η διαβεβαίωση που δίνει κάποιος αυτόβουλα ότι θα κάνει κτ.: Δεν κράτησε / τήρησε την υπόσχεσή του. Aθέτησε την υπόσχεσή του. Οι προεκλογικές υποσχέσεις σπάνια γίνονται έργα. Mου έδωσε την ~ ότι θα έρθει, μου υποσχέθηκε. Έχω δώσει την υπόσχεσή μου να μην πω τίποτα. Έδωσε ~ γάμου. || Tου ΄ριξε ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, με ερωτικά υπονοούμενα.
[λόγ. < αρχ. ὑπόσχε(σις) -ση]