Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόστεγο το [ipósteγo] Ο41 : ελαφριά συνήθ. ή πρόχειρη κατασκευή η οποία στεγάζει έναν ανοιχτό χώρο, αφήνοντας ανοιχτά τα πλάγια, και με επέκταση, ο χώρος ο οποίος είναι στεγασμένος κατ΄ αυτό τον τρόπο: Yπόστεγα αεροπλάνων. || ο στεγασμένος χώρος μπροστά από την πρόσοψη κάποιου κτιρίου.
[λόγ. < μσν. υπόστεγον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὑπόστεγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόστεγος -η -ο [ipósteγos] Ε5 : που καλύπτεται με υπόστεγο: ~ χώρος.
[λόγ. < ελνστ. ὑπόστεγος]