Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόνομος ο [ipónomos] Ο19 : υπόγειος αγωγός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση των αστικών λυμάτων ή των νερών της βροχής: Δίκτυο υπονόμων. || (μτφ., οικ.): Έχει ένα στόμα σκέτο υπόνομο, είναι βωμολόχος.
[λόγ. < αρχ. ὑπόνομος]