Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόλειμμα το [ipólima] Ο49 : μικρό και ασήμαντο υπόλοιπο, ό,τι απομένει ύστερα από χρήση, κατανάλωση, καταστροφή, διάλυση κτλ. ενός πράγματος, ενός συνόλου· απομεινάρι: Yπολείμματα φαγητού. Tα υπολείμματα του νικημένου στρατού.
[λόγ. < αρχ. ὑπόλειμμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολειμματικός -ή -ό [ipolimatikós] Ε1 : (βιολ.) Yπολειμματικό όργανο, όργανο ή τμήμα ενός ζωντανού οργανισμού που με την πάροδο των γενεών έχει εκφυλιστεί, αχρηστευθεί και δεν εκτελεί πια καμία λειτουργία· υποτυπώδες όργανο.
[λόγ. υπολειμματ- (υπόλειμμα) -ικός]