Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόθετο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόθετο το [ipóθeto] Ο41 : στερεό φαρμακευτικό σκεύασμα, κυλινδρικό ή κωνικό, το οποίο εισάγεται στον οργανισμό μέσο του πρωκτού ή, σε άλλες περιπτώσεις, μέσο του κόλπου των γυναικών.

[λόγ. < αρχ. ὑπόθετον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες