Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπόδημα το [ipóδima] Ο49 : (λόγ.) παπούτσι. || γενική ονομασία για καθετί που καλύπτει και προστατεύει εξωτερικά το κάτω μέρος του ποδιού.
[λόγ. < αρχ. ὑπόδημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηματοποιείο το [ipoδimatopiío] Ο39 : επίσημη ονομασία για το κατάστημα που επιδιορθώνει παπούτσια· το τσαγκάρικο.
[λόγ. υποδηματο(ποιός) -ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηματοποιία η [ipoδimatopiía] Ο25α : βιομηχανία κατασκευής παπουτσιών.
[λόγ. υποδηματο(ποιός) -ποιία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηματοποιός ο [ipoδimatopiós] Ο17 : επίσημη ονομασία για τον τεχνίτη που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει παπούτσια· ο τσαγκάρης.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδηματοποιός `σανδαλοποιός΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηματοπωλείο το [ipoδimatopolío] Ο39 : το κατάστημα του υποδηματοπώλη.
[λόγ. υποδηματο(πώλης) -πωλείο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποδηματοπώλης ο [ipoδimatopólis] Ο10 : έμπορος, καταστηματάρχης που πουλά παπούτσια και άλλα υποδήματα.
[λόγ. < αρχ. ὑποδηματοπώλης `πωλητής σανδαλιών΄]