Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποψιάζομαι [ipopsiázome] Ρ2.1β : 1.έχω υποψίες εναντίον κάποιου· υποπτεύομαι1α: Tον υποψιάζονται για κλοπή. Ποιον υποψιάζεται η αστυνομία; Kοίτα μη σε υποψιαστούνε. Tον κοίταξε αναποφάσιστος, υποψιασμένος, με δυσπιστία. 2. θεωρώ ως πιθανό κτ., συνήθ. όχι θετικό ή ευχάριστο· υποπτεύομαι1β: Ο γιατρός υποψιάζεται ότι πρόκειται για φυματίωση. ~ ότι με απατά. ~ ότι θα μας απολύσουν. 3. μαντεύω ή φαντάζομαι κτ. από μερικές μόνο ενδείξεις: Ένας αδαής δε θα μπορούσε να υποψιαστεί την ομορφιά του κειμένου. Ο υποψιασμένος αναγνώστης, ο καλλιεργημένος, ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων. || Ούτε καν το υποψιάστηκα!, ούτε καν το φαντάστηκα.
[λόγ. υποψί(α) -άζομαι μτφρδ. γαλλ. soupçonner, τροπή σε μέσο κατά το σχ.: έννοια - νοιάζομαι]