Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποψηφιότητα η [ipopsifiótita] Ο28 : το να θέτει κάποιος τον εαυτό του στην κρίση των άλλων ή σε εκλογή με ψηφοφορία, με σκοπό την κατάλη ψη ενός αξιώματος, μιας θέσης κτλ.: Θέτω / βάζω ~ για δήμαρχος / για βουλευτής / για νομάρχης. Kαταθέτω ~. Aποσύρω την υποψηφιότητά μου. Δεν υπήρξαν πολλές υποφηφιότητες, πολλοί υποψήφιοι. Aναγγέλθηκε η ~ του τάδε.
[λόγ. υποψήφι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. candidature]