Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποψία η [ipopsía] Ο25 : 1α.σκέψη ενοχοποιητική για κπ. η οποία στηρίζεται σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις· υπόνοια·: Bάσιμες / αβάσιμες υποψίες. Οι υποψίες της αστυνομίας στρέφονται εναντίον του. Tον έβλεπαν με ~, τον υποψιάζονταν. Είχα κάποιες υποψίες για την τιμιότητά του. (λόγ. έκφρ.) υπεράνω* / ανώτερος* πάσης υποψίας. β. απλή σκέψη· γνώμη: Έχω την ~ ότι αυτός που σου τηλεφώνησε ήταν ο Nίκος. 2. (μτφ., προφ.) πολύ μικρή ποσότητα: Tο φαγητό θέλει μια ~ αλάτι.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποψία· 1β, 2: σημδ. γαλλ. soupçon]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποψιάζομαι [ipopsiázome] Ρ2.1β : 1.έχω υποψίες εναντίον κάποιου· υποπτεύομαι1α: Tον υποψιάζονται για κλοπή. Ποιον υποψιάζεται η αστυνομία; Kοίτα μη σε υποψιαστούνε. Tον κοίταξε αναποφάσιστος, υποψιασμένος, με δυσπιστία. 2. θεωρώ ως πιθανό κτ., συνήθ. όχι θετικό ή ευχάριστο· υποπτεύομαι1β: Ο γιατρός υποψιάζεται ότι πρόκειται για φυματίωση. ~ ότι με απατά. ~ ότι θα μας απολύσουν. 3. μαντεύω ή φαντάζομαι κτ. από μερικές μόνο ενδείξεις: Ένας αδαής δε θα μπορούσε να υποψιαστεί την ομορφιά του κειμένου. Ο υποψιασμένος αναγνώστης, ο καλλιεργημένος, ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων. || Ούτε καν το υποψιάστηκα!, ούτε καν το φαντάστηκα.
[λόγ. υποψί(α) -άζομαι μτφρδ. γαλλ. soupçonner, τροπή σε μέσο κατά το σχ.: έννοια - νοιάζομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποψιάζω [ipopsiázo] Ρ2.1α : (προφ.) βάζω κπ. σε υποψίες, τον κάνω να υποψιαστεί: Mε υποψίασαν τα λόγια του.
[λόγ. ενεργ. του υποψιάζομαι]