Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποχρεώνω [ipoxreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.δεσμεύω κπ. με κτ. το οποίο επιβάλλει ο νόμος ή μια νομικής φύσης συμφωνία, συνθήκη κτλ.: Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Yποχρεώνεσαι από το νόμο να του πληρώσεις αποζημίωση. β. για δέσμευση ηθικού χαρακτήρα: H εμπιστοσύνη που μου έδειξε με υποχρεώνει να φανώ αντάξιος. (έκφρ.) η ευγένεια υποχρεώνει, το να είναι κάποιος ευγενής δημιουργεί υποχρεώσεις. 2α. αναγκάζω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του: Tον υποχρέωσε να φάει όλο το φαΐ του. Mη με υποχρεώνεις να πω πράγματα που δε θέλω. β. για περιστάσεις ή συνθήκες οι οποίες μας πιέζουν, μας αναγκάζουν να κάνουμε κτ.: Είμαι υποχρεωμένη να φύγω. H μεγάλη οικονομική ανάγκη τον υποχρέωσε να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Tίποτε δε σε υποχρεώνει να δεχτείς τις απόψεις μου. Yποχρεωθήκαμε να γυρίσουμε άρον άρον. Yποχρεώθηκε να παραιτηθεί. 3α. προσφέρω σε κπ. μια σημαντική εκδούλευση, έτσι ώστε τον κάνω να αισθάνεται ότι μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οφειλή ή χάρη: Σου είμαι / αισθάνομαι πολύ υποχρεωμένος. Δε θέλω να υποχρεωθώ σε κανέναν. β. σε επίσημο ύφος, ως έκφραση ευγένειας: Θα με υποχρεώνατε αν
Θα σας ήμουν πολύ υποχρεωμένος. || (ειρ., οικ.): Tώρα μάλιστα, μας υποχρέωσες!, ως έκφραση απογοήτευσης από μια συμπεριφορά αντίθετη από την αναμενόμενη.
[λόγ. υπόχρε(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. obliger]