Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποχονδριακός -ή -ό [ipoxonδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υποχονδρία ή με τον υποχόνδριο: Yποχονδριακή συμπεριφορά. Yποχονδριακές καταστάσεις. || που πάσχει από υποχονδρία· υποχόνδριος.
[λόγ. < ελνστ. ὑποχονδριακός `νόσημα του υποχόνδριου, άρρωστος από το νόσημα΄]