Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποφερτός -ή -ό [ipofertós] Ε1 : για κτ. δυσάρεστο, το οποίο όμως μπορεί κάποιος να το ανεχτεί χωρίς ιδιαίτερη δυσφορία. ANT ανυπόφορος: ~ πόνος. Ευτυχώς η ζέστη είναι ακόμη υποφετή. || για κτ. του οποίου η ποιότητα δεν είναι εξαιρετική, βρίσκεται όμως σε ανεκτά επίπεδα· καλούτσικος: Tο φαγητό του εστιατορίου ήταν υποφερτό. H παράσταση δεν ήταν επιτυχημένη, ήταν όμως υποφερτή.
[λόγ. υποφέρ(ω) -τός μτφρδ. γαλλ. supportable]