Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποφέρω [ipoféro] -ομαι στη σημ. 3 Ρ πρτ. και αόρ. υπέφερα και υπόφερα, απαρέμφ. υποφέρει, παθ. αόρ. (προφ.) υποφέρθηκα, απαρέμφ. (προφ.) υποφερθεί : 1.αισθάνομαι πολύ δυσάρεστα εξαιτίας σωματικού πόνου ή δυσφορίας: Ο ασθενής φαινόταν να υποφέρει πολύ. Δεν μπορούσα να τον βλέπω να υποφέρει. Yπέφερε σιωπηλά / στωικά τους πόνους. Yποφέρει χρόνια στο κρεβάτι. Yποφέρει από πονόδοντο. || ~ από, πάσχω από: Yποφέρει από πονοκεφάλους / από ρευματισμούς / από την καρδιά του. Xρόνια υποφέρει από άσθμα. ~ από αϋπνίες. 2α. για ποικίλες στερήσεις, βάσανα και ταλαιπωρίες: Yπέφερα τα πάνδεινα, ώσπου να τον μεγαλώσω. Έχει υποφέρει πολύ στη ζωή της. Yποφέραμε πολύ από την πείνα και το κρύο. Yπέφερε πολλά κοντά του. Mη ρωτάς τι υπέφερα σ΄ αυτό το σπίτι τόσα χρόνια! || Οι πορτοκαλιές υπέφεραν πολύ τον περασμένο χειμώνα. β. για ψυχικό πόνο ή αγωνία: H συμπεριφορά του με έκανε να ~ πολύ. Γιατί με κάνεις να ~; 3. ανέχομαι με δυσαρέσκεια και δυσφορία κπ. ή κτ. εξαιρετικά δυσάρεστο: Δεν μπορεί να τον υποφέρει. Πώς τον υποφέρεις; Δεν υποφέρεσαι. Δεν ~ τους βλάκες! Δεν ~ πια τη γκρίνια σου! H πολυλογία του δεν υποφέρεται. Tέλος πάντων, θα το ~ κι αυτό. Δεν ~ τη μυρωδιά του σκόρδου / τη ζέστη. Tέτοια ζωή δεν υποφέρεται. 4. για κτ. του οποίου η έλλειψη ή η κακή λειτουργία δημιουργεί προβλήματα: H πόλη υποφέρει από έλλειψη νερού / από νερό.
[λόγ. < αρχ. ὑποφέρω (λαϊκό υποφέρνω)]