Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπουργείο το [ipurjío] Ο39 : 1.η ανώτατη διοικητική αρχή ενός κρατικού τομέα: Yπουργείο Εσωτερικών / Εξωτερικών. Aπόφαση / διάταγμα / νομοσχέδιο / αρμοδιότητες του Yπουργείου Παιδείας. Διευθυντής / τμηματάρχης / γραμματέας υπουργείου. || το σύνολο των πολιτικών και διοικη τικών καθηκόντων ενός υπουργού: Aνέλαβε το Yπουργείο Πολιτισμού. 2. το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες ενός υπουργείου: Πού βρίσκεται το Yπουργείο Δικαιοσύνης; Kυκλοφορεί στους διαδρόμους των υπουργείων, προσπαθώντας να διεκπεραιώσει μια υπόθεσή του.
[λόγ. υπουργ(ός) -είον μτφρδ. γαλλ. ministère]