Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποτακτικός 1 -ή -ό [ipotaktikós] Ε1 : που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που έχει υποταχθεί ή που έχει την τάση να υποτάσσεται: ~ χαρακτήρας. Yποτακτική συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποτακτικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην υπόταξη: ~ σύνδεσμος, που ενώνει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. Yποτακτική σύνδεση προτάσεων. || Yποτακτική έγκλιση και ως ουσ. η υποτακτική*.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]