Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποστύλωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποστύλωμα το [ipostíloma] Ο49 : κατακόρυφο δομικό στοιχείο που στηρίζει προσωρινά ή μόνιμα μια κατασκευή.

[λόγ. < ελνστ. ὑποστύλωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες