Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποστηρικτής ο [ipostiriktís] Ο7 θηλ. υποστηρίκτρια [ipostiríktria] Ο27 & υποστηριχτής ο [ipostirixtís] Ο7 θηλ. υποστηρίχτρια [ipostiríxtria] Ο27 : αυτός που υποστηρίζει, που βοηθά και ενισχύει ή υπερασπίζεται κπ. ή κτ.: Είναι θερμός ~ των νέων καλλιτεχνών. Aυτή η άποψη βρήκε πολλούς υποστηρικτές στους κύκλους των οικονομολόγων. Yπήρξε από τους φανατικότερους υποστηρικτές του.
[λόγ. υποστηρικ- (υποστηρίζω) -τής· λόγ. υποστηρικ(τής) -τρια· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]