Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: ~ έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. 2. (μτφ.) α. βοηθώ ηθικά ή υλικά κπ. ο οποίος έχει την ανάγκη μου: Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε. Τον υποστηρίζει ο θείος του. Με υποστήριξε πολύ στην αρχή της καριέρας μου. Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση. Υποστηρίζονται πολύ μεταξύ τους. || (στρατ.): Οι μονάδες των σωμάτων υποστηρίζουν τις μονάδες των όπλων. || παρέχω τεχνική υποστήριξη. || (πληροφ., για πρόγραμμα, ηλεκτρονικό υπολογιστή) έχω συγκεκριμένη δυνατότητα: Ο υπολογιστής μου δεν υποστηρίζει αναγνώριση φωνής. β. με μια σειρά από επιχειρήματα προσπαθώ να αποδείξω την ορθότητα της άποψής μου· υπερασπίζομαι: Υποστηρίζει με πάθος τη γνώμη του. Θα υποστηρίξω το δίκιο μου με κάθε τρόπο. || ~ τη διατριβή μου, την παρουσιάζω επίσημα στην εισηγητική επιτροπή. || ισχυρίζομαι, διατείνομαι: Υποστηρίζει ότι είναι αθώος. Υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Αυτό δεν μπορώ να το υποστηρίξω, να το ισχυριστώ, να το βεβαιώσω. γ. για πρόσωπα, ιδέες, απόψεις κτλ. τις οποίες εγκρίνω και αποδέχομαι και γι' αυτό τις ενισχύω ή τις συντρέχω: Ποιο κόμμα υποστηρίζεις; Θα υποστηρίξω την πρότασή σου. Θα υποστηρίξουμε κοινό υποψήφιο. Πάντα υποστηρίζει τα παιδιά της, σε μια διαμάχη παίρνει το μέρος τους. || Σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή πρέπει να υποστηρίξουμε όλοι την κυβερνητική πολιτική, να τη στηρίξουμε.
[λόγ.: 1.: ελνστ. ὑποστηρίζω· 2: σημδ. γαλλ. soutenir, appuyer & αγγλ. support]