Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποστατικό το [ipostatikó] Ο38 : οι ειδικές εγκαταστάσεις και κυρίως η κατοικία που περιλαμβάνεται σε ένα αγρόκτημα.
[λόγ. < ελνστ. ὑποστατικόν `ουσιαστικό απόκτημα΄ (η σημερ. σημ. μσν., πρβ. μσν. ποστατικόν)]