Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποστέλλω [ipostélo] -ομαι Ρ αόρ. υπέστειλα, απαρέμφ. υποστείλει, παθ. αόρ. υποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεστάλη, υπεστάλησαν, απαρέμφ. υποσταλεί : 1.κατεβάζω, κυρίως ~ τη σημαία, την κατεβάζω από τον ιστό της με τρόπο τελετουργικό. 2. (μτφ.) μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω: Πρέπει να υποστείλετε τα αιτήματά σας.
[λόγ. < αρχ. ὑποστέλλω `μαζεύω τα πανιά΄]