Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποσκελίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποσκελίζω [iposkelízo] -ομαι Ρ2.1 : με πλάγια και συνήθ. αθέμιτα μέσα παίρνω τη θέση η οποία κανονικά ανήκε σε κπ. άλλο: Tον υποσκέλισαν οι επιτήδειοι. Kατάφερε να αναδειχτεί υποσκελίζοντας και ικανότερους και αρχαιότερους από αυτόν.

[λόγ. < αρχ. ὑποσκελίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες