Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποσκάπτω [iposkápto] -ομαι Ρ αόρ. υπέσκαψα, απαρέμφ. υποσκάψει, παθ. αόρ. υποσκάφθηκα, απαρέμφ. υποσκαφθεί : για ενέργειες που συστηματικά και ύπουλα ή αδιόρατα φθείρουν, κλονίζουν κτ.: H κακή διατροφή υπέσκαψε την υγεία του. Οι πράξεις του υποσκάπτουν το κύρος του θεσμού της δικαιοσύνης. Πρόσεξε, γιατί με τη στάση σου υποσκάπτεις τη θέση σου.
[λόγ. < αρχ. ὑποσκάπτω `σκάβω λαγούμι΄ (η μτφ. σημ. ελνστ.)]