Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποσκάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποσκάπτω [iposkápto] -ομαι Ρ αόρ. υπέσκαψα, απαρέμφ. υποσκάψει, παθ. αόρ. υποσκάφθηκα, απαρέμφ. υποσκαφθεί : για ενέργειες που συστηματικά και ύπουλα ή αδιόρατα φθείρουν, κλονίζουν κτ.: H κακή διατροφή υπέσκαψε την υγεία του. Οι πράξεις του υποσκάπτουν το κύρος του θεσμού της δικαιοσύνης. Πρόσεξε, γιατί με τη στάση σου υποσκάπτεις τη θέση σου.

[λόγ. < αρχ. ὑποσκάπτω `σκάβω λαγούμι΄ (η μτφ. σημ. ελνστ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες