Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποπόδιο το [ipopóδiο] Ο41 : ξύλινη επικλινής κατασκευή που τοποθετείται μπροστά στο κάθισμα για τη στήριξη των ποδιών εκείνου που κάθεται. ΦΡ έγινε ~ των ποδών του, για κπ. που υφίσταται εξευτελισμούς και ταπεινώσεις από κπ. άλλο.
[λόγ. < ελνστ. ὑποπόδιον]