Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπονοώ [iponoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. υπονοούμενο* : 1.αφήνω να εννοηθεί κτ. το οποίο αποφεύγω να εκφράσω ρητά και καθαρά: Tι υπονοούσε άραγε με τα λόγια του; 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. το οποίο θεωρείται αυτονόητο, το οποίο εννοείται χωρίς να λέγεται ευθέως: Yπονοείται ότι θα έρθετε μαζί μας. Aυτό υπονοείται, εξυπακούεται.
[λόγ. < αρχ. ὑπονοῶ `υποψιάζομαι, υποθέτω΄ σημδ. γαλλ. sous-entendre]