Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπονοούμενο το [iponoúmeno] Ο41 : αυτό που, επειδή θίγει κάποιο δυσάρεστο ή λεπτό θέμα, λέγεται με τρόπο έμμεσο και καλυμμένο: Mιλάει με υπονοούμενα. Άφησε τα υπονοούμενα και μίλα καθαρά. || (ειρ.): Tο κατάλαβα / το έπιασα το ~, για κτ. που εκφράζεται σαφώς.
[λόγ. ουδ. μπε. του υπονοώ μτφρδ. γαλλ. sous-entendu]