Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπονομεύω [iponomévo] -ομαι Ρ5.1 : επιδιώκω να βλάψω κτ. ή κπ. ύπουλα και μεθοδικά σε μια μακροχρόνια συνήθ. διαδικασία: ~ τη θέση / το κύρος κάποιου, υποσκάπτω. Οι ενέργειες αυτές υπονομεύουν τη δημοκρατία / την οικονομία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπονομεύω (αρχική σημ.: `σκάβω υπονόμους΄)]