Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπομονεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπομονεύω [ipomonévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) κάνω, δείχνω υπομονή.

[υπομον(ή) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες