Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπομισθώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπομισθώνω [ipomisθóno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) εκμισθώνω σε κπ. άλλον κτ. που εγώ μίσθωσα.

[λόγ. υπομίσθ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες