Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπομένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπομένω [ipoméno] Ρ αόρ. υπέμεινα και (προφ.) υπόμεινα, απαρέμφ. υπομείνει : αντιμετωπίζω με καρτερικότητα μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση: Yπομένει αδιαμαρτύρητα τον πόνο. Πώς τον υπομένεις τόσα χρόνια;, πώς τον ανέχεσαι;

[λόγ. < αρχ. ὑπομένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες