Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολογισμός ο [ipolojizmós] Ο17 : 1.συνδυασμός, σχεδιασμός ορισμένων δεδομένων για τον προσδιορισμό ενός μεγέθους: Mαθηματικός ~. Kάνε έναν υπολογισμό των εξόδων. ~ κερδών / ζημιών. Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό. (έκφρ.) με / από υπολογισμό, με / από υστεροβουλία. 2. σειρά συλλογισμών και εκτιμήσεων που οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα: Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου ο φόνος θα πρέπει να έγινε μεσημέρι. Έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
[λόγ. < ελνστ. ὑπολογισμός `το υπόψη΄ σημδ. γαλλ. calcul (πληθ.: γαλλ. calculs)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολογιστής 1 ο [ipolojistís] Ο7 : συχνά Hλεκτρονικός ~, ηλεκτρονική μηχανή η οποία έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει πλήθος στοιχείων, να τα επαναφέρει και να τα επεξεργάζεται βάσει συγκεκριμένων εντολών τις οποίες δέχεται: Mνήμη / κάρτα γραφικών / κεντρική μονάδα ενός υπολογιστή. Προσωπικός* ~.
[λόγ. υπολογισ- (υπολογίζω) -τής σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. υπολογιστήρας ή λογισμιστήρας μτφρδ. αγγλ. electronic calculator ή μέσω του γαλλ. calculateur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολογιστής 2 ο θηλ. υπολογίστρια [ipolojístria] Ο27 : αυτός που σκέφτεται και δρα υστερόβουλα, που λογαριάζει πριν απ΄ όλα το συμφέρον του, που αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη.
[λόγ. υπολογισ- (υπολογίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. calculateur· λόγ. υπολογισ(τής) -τρια]