Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπολείπομαι [ipolípome] Ρ4β (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.για ένα ημιτελές σύ νο λο που για να ολοκληρωθεί χρειάζεται ένα συγκεκριμένο αριθμό όμοιων μονάδων, στοιχείων: Πόσα γραμμάτια (σου) υπολείπονται; Yπολείπεται μία μέρα ως το Πάσχα. Yπολείπονται πολλά να γίνουν ακόμα. 2. (λόγ., με γεν.) υστερώ1: Yπολείπεται του αντιπάλου του.
[λόγ. < αρχ. ὑπολείπομαι]