Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκύπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκύπτω [ipoípto] Ρ αόρ. υπέκυψα, απαρέμφ. υποκύψει : παύω να προβάλλω οποιαδήποτε αντίσταση σε κτ. το οποίο ασκεί επάνω μου μια πίεση· υποχωρώ: Aναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό. Δε θα υποκύψω στις αξιώσεις του. Yποκύπτεις συχνά στον πειρασμό; || (λόγ., κυρ. στο γ' πρόσ. του αορ.) πεθαίνω: Yπέκυψε τις πρωινές ώρες. Yπέκυψε στα τραύματά του. Yπέκυψε στο μοιραίο.

[λόγ. < αρχ. ὑποκύπτω `σκύβω κάτω απ΄ το ζυγό΄ σημδ. γαλλ. succomber]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες