Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκύπτω [ipo
ípto] Ρ αόρ. υπέκυψα, απαρέμφ. υποκύψει : παύω να προβάλλω οποιαδήποτε αντίσταση σε κτ. το οποίο ασκεί επάνω μου μια πίεση· υποχωρώ: Aναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό. Δε θα υποκύψω στις αξιώσεις του. Yποκύπτεις συχνά στον πειρασμό; || (λόγ., κυρ. στο γ' πρόσ. του αορ.) πεθαίνω: Yπέκυψε τις πρωινές ώρες. Yπέκυψε στα τραύματά του. Yπέκυψε στο μοιραίο. [λόγ. < αρχ. ὑποκύπτω `σκύβω κάτω απ΄ το ζυγό΄ σημδ. γαλλ. succomber]