Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκόπανος ο [ipokópanos] Ο20 : το κοντάκι και κυρίως το πίσω μέρος του: Tον χτύπησε με τον υποκόπανο.
[λόγ. υπο- κόπανος απόδ. γαλλ. crosse (το υπο- ίσως από το ιταλ. sottocalcio)]