Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκρύπτω [ipokrípto] -ομαι Ρ αόρ. υπέκρυψα, απαρέμφ. υποκρύψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. το οποίο ενυπάρχει μέσα σε κτ. άλλο ή πίσω από κτ. άλλο, χωρίς να εκδηλώνεται άμεσα· κρύβω4β: Οι ενέργειές του υποκρύπτουν πολλούς κινδύνους.
[λόγ. < αρχ. ὑποκρύπτω]