Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκρισία η [ipokrisía] Ο25 : η ιδιότητα και ο τρόπος συμπεριφοράς του υποκριτή: Aπεχθάνομαι την ~ των ανθρώπων. Aυτό που κάνεις είναι ~.
[λόγ. < σπάν. μσν. υποκρισία, αρχ. ὑπόκρισ(ις) & γαλλ. hypocris(ie) -ία < υστλατ. hypocrisis < αρχ. ὑπόκρισις]