Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποκρίνομαι [ipokrínome] Ρ αόρ. υποκρίθηκα, απαρέμφ. υποκριθεί : 1. προσποιούμαι ανύπαρκτα συναισθήματα και συμπεριφέρομαι με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαθέσεις μου: Yποκρίνεται τον αδιάφορο. 2. υποδύομαι ένα ρόλο, κυρίως πρωταγωνιστικό, σε ένα θεατρικό έργο.
[λόγ. < αρχ. ὑποκρίνομαι]