Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκατάστατο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκατάστατο το [ipokatástato] Ο41 : 1.οτιδήποτε υποκαθιστά κτ. άλλο. 2. ουσία η οποία αναπληρώνει άλλη φυσική: H ζαχαρίνη είναι ~ της ζάχαρης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὑποκατάστατος `που έχει αντικατασταθεί΄ σημδ. γερμ. Εrsatz]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες